κολυμβηθρα

κολυμβηθρα
    κολυμβήθρα
    ἥ
    1) бассейн для плавания Plat.
    2) купальня, купель
    

(τοῦ Σιλωάμ NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κολυμβηθρα" в других словарях:

  • κολυμβήθρα — κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc/acc dual κολυμβήθρᾱ , κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθρᾳ — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθρα — κολυμβήθρα, η και κολυμπήθρα, η ιερό σκεύος, μέσα στο οποίο βαφτίζονται οι χριστιανόπαιδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβήθρας — κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem acc pl κολυμβήθρᾱς , κολυμβήθρα place for diving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραι — κολυμβήθρᾱͅ , κολυμβήθρα place for diving fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραν — κολυμβήθρᾱν , κολυμβήθρα place for diving fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβηθρῶν — κολυμβήθρα place for diving fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβῆθραι — κολυμβήθρα place for diving fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβήθραις — κολυμβήθρα place for diving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»